- χαρουπόμελο
- το, Νγλυκός πολτός από χυμό χαρουπιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρούπι + μέλι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… … Dictionary of Greek